- ὀρθόδοξος
- ὀρθόδοξοςorthodoxmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθόδοξος — η, ο (ΑΜ ὀρθόδοξος, ον) 1. αυτός που έχει ορθή θρησκευτική πίστη, αυτός που ακολουθεί το ορθό θρησκευτικό δόγμα 2. αυτός που έχει ορθή δοξασία, ορθή γνώμη, που ορθοφρονεί 3. (ως επίθ. και ως ουσ.) ο χριστιανός που ασπάζεται τα δόγματα τής… … Dictionary of Greek
ορθόδοξος — η, ο 1. αυτός που έχει σωστή γνώμη. 2. αυτός που μένει στην πρωταρχική μορφή μιας θεωρίας και δεν ακολουθεί τις παραλλαγές της. 3. ως ουσ., πιστός που ανήκει στο ανατολικό ορθόδοξο δόγμα: Χριστιανός ορθόδοξος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρθοδοξότατα — ὀρθόδοξος orthodox adverbial superl ὀρθόδοξος orthodox neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξότατον — ὀρθόδοξος orthodox masc acc superl sg ὀρθόδοξος orthodox neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδόξως — ὀρθόδοξος orthodox adverbial ὀρθόδοξος orthodox masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθόδοξον — ὀρθόδοξος orthodox masc/fem acc sg ὀρθόδοξος orthodox neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξοτάτην — ὀρθόδοξος orthodox fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξοτάτου — ὀρθόδοξος orthodox masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξοτέρους — ὀρθόδοξος orthodox masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξότατε — ὀρθόδοξος orthodox masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)